φαρμακομανία

φαρμακομανία
η, Ν [φαρμακομανής]
ιατρ. η ιδιότητα τού φαρμακομανούς, η επιτακτική ανάγκη για λήψη φαρμάκων ως πρώτη εκδήλωση τής οποίας εμφανίζεται η φαρμακοφιλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φαρμακομανής — ές, Ν 1. ιατρ. αυτός που πάσχει από φαρμακομανία 2. (γενικά) αυτός που πιστεύει υπερβολικά στις θεραπευτικές ιδιότητες τών φαρμάκων και τά συνιστά σε άλλους ανεπιφύλακτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ναρκο μανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”